κέραιε

κέραιε
κεραίω
mix
pres imperat act 2nd sg
κεραίω
mix
imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ζωρός — ζωρός, όν (Α) 1. (για κρασί) α) χωρίς νερό, καθαρός, αγνός, άκρατος β) αυτός που έχει αναμιχθεί με επιτυχία 2. (για δηλητήρια ή ναρκωτικές ουσίες) καθαρός, ανόθευτος 3. (για τροφή) ουσιαστικός («διδόναι τι ζωρότερον έσθίειν», Ιπποκρ.) 4. (για… …   Dictionary of Greek

  • κεραίω — (Α) αναμιγνύω («ζωρότερον δὲ κέραιε» ανακάτεψε το κρασί με λιγότερο νερό, Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος επικ. τ. τού κεράννυμι κατά τα ρ. σε αίω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”